- ἀναγορεύομαι
- V 0-0-0-1-0=1 Est 8,12to be called, to be publicly proclaimed
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αναγορεύομαι — αναγορεύομαι, αναγορεύτηκα και αναγορεύθηκα, αναγορευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναγορεύομαι — ἀναγορεύω proclaim publicly pres ind mp 1st sg ἀναγορεύω proclaim publicly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)